- πρωτοτύπῳ
- πρωτότυποςoriginalmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοτυπώ — πρωτοτυπώ, πρωτοτύπησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρωτοτυπώ — όω, Α σχηματίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τυπῶ «δίνω μορφή, σχηματίζω»]. πρωτοτυπῶ, έω, ΝΜΑ [πρωτότυπος] νεοελλ. εκφράζομαι ή εκδηλώνομαι με πρωτοτυπία, είμαι καινοτόμος, νεωτεριστής αρχ. (κυρίως στη γραμμ.) έχω τον πρώτο τύπο,… … Dictionary of Greek
πρωτοτυπώ — πρωτοτύπησα, κάνω κάτι πρωτότυπο: Ορισμένοι εκπαιδευτικοί πρωτοτύπησαν στο θέμα της απλοποίησης της γραφειοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτύπωι — πρωτοτύπῳ , πρωτότυπος original masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτύπωμα — ώματος, τὸ, Μ [πρωτοτυπῶ, όω] η πρωτοτύπωσις* … Dictionary of Greek
πρωτοτύπωσις — ώσεως, ἡ, Μ [πρωτοτυπῶ, όω] η πρώτη μορφή που δίνεται σε κάτι, ο πρώτος σχηματισμός … Dictionary of Greek
συνδιαλλάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α συμβιβάζω δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμφιλιώνω αρχ. παθ. συνδιαλλάσσομαι αλλάζω μαζί η ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («τὸ διηλλαγμένον τοῡ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
καινοτομώ — καινοτόμησα, εφαρμόζω νέες μεθόδους, νεωτερίζω, πρωτοτυπώ: Αυτός δεν ακολούθησε στη δουλειά του τις παλιές συντηρητικές αρχές, αλλά καινοτόμησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)